- ευπερίθραυστος
- εὐπερίθραυστος, -ον (Α)αυτός που εύκολα σπάζει γύρω γύρω, ο εύθραυστος, ο ευκολοτσάκιστος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + περι-θραύω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εὐπερίθραυστον — εὐπερίθραυστος easy to break masc/fem acc sg εὐπερίθραυστος easy to break neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)